- σπλαγχνοφάγος
- -ος,-ον A 0-0-0-0-1=1 Wis 12,5eating internal organs of a sacrificial victim; neol. Cf. LARCHER 1985, 707
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
σπλαγχνοφάγος — ον, Α αυτός που τρώει σπλάγχνα, εντόσθια («ἀετὸς σπλαγχνοφάγος», Ψευδο Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλάγχνα + φάγος*] … Dictionary of Greek
σπλαγχνοφάγον — σπλαγχνοφάγος eating the masc/fem acc sg σπλαγχνοφάγος eating the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπλαγχνοφάγου — σπλαγχνοφάγος eating the masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… … Dictionary of Greek
ԱՂԵԿԵՐ — (ի, աց.) NBH 1 0037 Chronological Sequence: Early classical ա. σπλαγχνοφάγος viscerum comestor Կերօղ աղեաց իւրոց, այս ինքն սիրելի զաւակաց. իր աղիքը ուտօղ. *Զորդէկոտորսն զանողորմս, եւ զաղեկերսն (կամ զաղէկերսն) մարդկեղէն մարմնոցն, զոր սնուցանէին.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)